αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ … Dictionary of Greek
αναπηδώ — αναπηδάω / αναπηδώ (παρατατ. ούσα), αναπήδησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπηδώ — πήδησα, ανατινάζομαι, αναβλύζω με ορμή: Το νερό αναπηδούσε από το χαλασμένο σωλήνα, κι ο τόπος είχε πλημμυρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
αφάλλομαι — ἀφάλλομαι (Α) 1. πηδώ, αναπηδώ 2. αντανακλώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + άλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσάλλομαι — Α (αποθ.) 1. πηδώ επάνω σε κάποιον 2. αναπηδώ για να φτάσω κάτι που βρίσκεται ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἅλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
συνθρώσκω — Α αναπηδώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρώσκω «πηδώ, αναπηδώ, ορμώ»] … Dictionary of Greek
υπεκπηδώ — άω, Α αναπηδώ, ξεπηδώ από κάτω ή κρυφά («ὑπεκπηδᾷ μοι ποικίλα τῆς διανοίας κινήματα», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκπηδῶ «πηδώ, αναπηδώ, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
υποθρώσκω — Α πηδώ, αναπηδώ αποκάτω ή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρῴσκω «πηδώ, αναπηδώ»] … Dictionary of Greek